- δεχάμματος
- δεχάμμᾰτος, ον, ([etym.] δέκα, ἅμμα)A with ten meshes, X.Cyn.10.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεχάμματος — δεχάμματος, ον (Α) αυτός που έχει δέκα άμματα, θηλιές («δεχάμματος ἄρκυς», Ξενοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άμμα ( ατος) *] … Dictionary of Greek
δεχάμματοι — δεχάμματος with ten meshes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεχήμερος — δεχήμερος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες («ἐκεχειρία δεχήμερος» ανακωχή που μπορεί να τερματιστεί με την πάροδο δέκα ημερών ή που ανανεώνεται κάθε δέκα μέρες) 2. το ουδ. ως ουσ. το δεχήμερον το δεκαήμερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ημέρα με… … Dictionary of Greek